- προσφατώτατον
- πρόσφατοςfreshmasc acc superl sgπρόσφατοςfreshneut nom/voc/acc superl sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νεκυώτατον — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «νεώτατον, προσφατώτατον». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πιθ. συνδέεται με νέκυς «νεκρός». Προβλήματα γεννά η σημασία τής λ.] … Dictionary of Greek